- πυρριχιακος
- πυρριχιακόςπυρρῐχιᾰκός3= πυρρίχαϊκός
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρριχιακός — ή, όν, Α [πυρρίχιος] πυρρίχιος … Dictionary of Greek
πυρριχιακόν — πυρριχιακός pyrrhic masc acc sg πυρριχιακός pyrrhic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακαί — πυρριχιακός pyrrhic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακῆς — πυρριχιακός pyrrhic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακή — πυρριχιακός pyrrhic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακήν — πυρριχιακός pyrrhic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιακῷ — πυρριχιακός pyrrhic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)